καθαρισμοί

καθαρισμοί
καθαρισμός
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • очищениѥ — ОЧИЩЕНИ|Ѥ (166), ˫А с. 1. Очищение от грязи: чьваньць. очищени˫а и блюдъ и чашь. (καϑαρισμός) КЕ XII, 252а; то же КВ к. XIV, 211а; О томь ˫ако не стѹжати честьнымь домомь. рекш(е) манастыремъ. работамi скверньны(мi) ихъ здании. свiнь пѹтнаго… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • χημικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χημεία («χημική βιομηχανία») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο, η χημικός επιστήμονας ειδικευμένος στη χημεία 3. φρ. α) «χημική ανάλυση·» χημ. i) τομέας τής χημείας που ασχολείται κυρίως με τις μεθόδους …   Dictionary of Greek

  • καθαρότητα, χημική — Ο όρος χ.κ., ή ακριβέστερα βαθμός καθαρότητας, εκφράζει αριθμητικά τη μάζα της καθαρής ουσίας σε σχέση με την ολική μάζα του σώματος. Όλα τα χημικά προϊόντα, φυσικής ή τεχνητής προέλευσης, δεν βρίσκονται στην κατάσταση της απόλυτης καθαρότητας,… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”